μάλαθρο(ν)

μάλαθρο(ν)
το укроп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μάλαθρο(ν)" в других словарях:

  • μάλαθρο — το (AM μάλαθρον) το φυτό φοινίκουλο το κοινό, το μάραθο …   Dictionary of Greek

  • μάλαθρο — το είδος φυτού, το μάραθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλαθρίτης — ο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάλαθρο, κατά τις ονομ. πτηνών σε –ίτης (πρβλ. σπουργίτης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»